6:53 π.μ.

ΕΡΩΤΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αναρτήθηκε από Γραφ(ε)ι(κ)οκράτης


Πάνε χρόνια που ρωτούσα χωρίς να θέλω να μάθω κάτι. Ζω καιρούς που φτιάχνω ερωτήσεις για να χρησισμοποιήσω ως απαντήσεις τις βεβαιότητες μου. Διαβάζω αυτά που έγραφα τότε κι ανακουφίζομαι. Κοιτάω αυτά που λέω τώρα και πάλι ανακουφίζομαι. Στο μεσοδιάστημα των δύο εποχών προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω κάθε απάντηση ως καινούργιο ερώτημα για να χτίσω μια μεγάλη αλυσίδα αιτίου – αιτιατού. Κι όσο οι κρίκοι πλήθαιναν στην αλυσίδα τόσο ανακουφιζόμουν.

Την κοπανούσα, θυμάμαι, από την παράδοση της Ιστορίας των Ευρω-Αμερικανικών Σχέσεων μαζί μ’ ένα φίλο, σύντροφο και συμφοιτητή για να πιούμε καφέ. Ένας καφές που κρατούσε πιο πολύ από το 3ωρο μάθημα. Αναλύαμε τη σημασία του όρου «στρατηγικός αιφνιδιασμός» για να καταστρώσουμε το σχέδιο εκπόρθησης μιας γυναικείας καρδιάς. Στοχαζόμασταν πάνω στην στρατηγική «αποτροπής» προκειμένου να γλιτώσουμε «περιέργα τυπάκια» που βαριόμασταν να συναναστραφούμε.

Πλέον έχω κόψει τις κοπάνες. Ακούω με δυσθυμία τριγύρω μου «ψαγμένους τύπους» να συζητάνε για την κρίση των subprimes, την τιτλοποίηση των δανείων χαμηλής εγγύησης και την επίδραση των πλεοναμάτων του γερμανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Προτιμώ να κατανοήσω την κρίση και να μιλήσω γι αυτήν με το παράδειγμα του τύπου στο ΠΡΟΠΟ της γειτονιάς μου, που έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια στο ΚΙΝΟ και τώρα ζητάει από την οικογένεια του να πληρώσει την «γκαντεμιά» του.

Μήπως λαϊκίζω; Μπορεί. Μήπως μεγαλώνοντας έγινα και πιο ρηχός; Μπορεί. Ουδεμία βεβαιότητα δεν αναβλύζει απ’ αυτό το κείμενο κι ανακουφίζομαι. Ούτε μπορώ να διακρίνω το αίτιο που παρήγαγε ως αποτέλεσμα αυτές τις αράδες. Αυτό κι αν είναι ανακούφιση. Η αλήθεια είναι ότι απορώ πως μου ρθε να γράψω αυτά τα λίγα. Σίγουρα υπάρχουν λόγοι. Αλλά όχι ότι καίγομαι και να τους βρω. Πολλά είπα όμως , οπότε καλύτερα να το κόψω γιατί έχω να παίξω στοίχημα και να ξαναδιαβάσω για τον κοινωνικά συμφραζόμενο χραρακτήρα του Διεθνούς Δικαίου.

3:10 π.μ.

Ήταν μια φορά ένας Γερμανός, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας...

Αναρτήθηκε από Γραφ(ε)ι(κ)οκράτης

Που ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια που το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά οι παρέες πίναν το ουζάκι τους, τρώγαν τα μαλάκια τους και γελάγανε μ’ ανέκδοτα που εξιστορούσαν το πως ο Έλληνας τη γλίτωσε από τους Ζουλού την ώρα που την πάτησαν ο Γερμανός κι ο Γάλλος; Φέτος το καλοκαιράκι προμηνύεται διαφορετικό. Χωρίς μαλάκια, ανέκδοτα και γέλια. Γιατί φέτος έγινε η μαλακία και οι Ζουλού πιάσαν τον Έλληνα αλλά ούτε οι Γερμανοί ούτε και οι Γάλλοι γελάνε μιας και δεν είναι ανέκδοτο η ιστορία.
Κι αφού οι ιστορίες γι αγρίους δε θα φορεθούν φέτος το καλοκαίρι ας τις αφήσουμε κι εμείς στην άκρη και ας περάσουμε σε κάποιες άλλες ιστορίες. Κάποτε ξεριζώθηκαν από τη Σμύρνη εκατομμύρια Ελλήνων τα οποία αναγκάστηκαν ν’ αναζητήσουν μια νέα ζωή στον ελλαδικό χώρο.Ο ερχομός τους στην Ελλάδα ήταν κάτι που δεν άρεσε σε κανέναν. Ουτε στους ίδιους που έπρεπε ν’ αποχαιρετήσουν τα πλούτη και τα μεγαλεία τους αλλά ούτε και στους ομοεθνείς τους που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι το γεγονός πως θα πρέπε να πληρώσουν το μάρμαρο για το κακό που βρήκε αυτούς που μέχρι χθες περνούσαν μια χαρά αδιαφορώντας για τα προβλήματα του ελληνικού κράτους και των πολιτών του.
Η συνύπαρξη των δύο αυτών πλευρών ήταν υποχρεωτική και ως εκ τούτου εκρηκτική. Οι ντόπιοι μίλαγαν υποτιμητικά για τους πρόσφυγες και τους κατηγορούσαν για την προηγούμενη ευημερία τους, την οποία συνέδεαν με μια σειρά δεινών που είχαν υποστεί οι ίδιοι. Οι πρόσφυγες από την άλλη «απαντούσαν» γκετοποιούμενοι κι έβρισκαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τη δυσκολία της κατάστασης αναπολώντας το ένδοξο παρελθόν τους και συνάγοντας εξ’ αυτού την ανωτερότητα τους έναντι αυτών που τους λοιδορούσαν. Οι ντόπιοι θέλοντας και μη πλήρωσαν, οι πρόσφυγες θέλοντας και μη αφομοιώθηκαν. Κι έτσι μετά από χρόνια οι απόγονοι των γενιών αυτών έρχονται να γινουν οι σύγχρονοι πρόσφυγες της Ε.Ε και ν’ αντιμετωπίσουν τη δυσθυμία των «ντόπιων» Ευρωπαίων (Γερμανών, Γάλλων κ.α). Αν λοιπόν οι ίδιοι οι ομοεθνείς τότε έκαναν αυτά που έκαναν, πως ζητάνε σήμερα από τους «ξένους και αλλόθρησκους» να τους αντιμετωπίσουν διαφορετικά; Με όρους έθνους επομένως η κατάσταση είναι αδιέξοδη κι αν το προηγούμενο παράδειγμα δεν πείθει μπορεί κάποιος να μελετήσει και την αντίδραση των Δυτικογερμανών στην ένωση με την Ανατολική Γερμανία.
Όπως και τότε έτσι και τώρα η βοήθεια θα προσφερθεί από τις κυβερνήσεις παρά τις όποιες αντιδράσεις αυτών που θα πληρώσουν αυτή τη βοήθεια. Το ζήτημα επομένως δεν είναι για τους σύγχρονους πρόσφυγες αν θα δοθούν τα χρήματα με φιλικά ή αλληλέγγυα αισθήματα. Το ζήτημα είναι οι όροι με τους οποιούς θα δοθούν τα χρήματα. Και τους όρους αυτούς ούτε τους καθορίζει, ούτε τους διαπραγματεύεται ο Γερμανογάλλος εργαζόμενος. Τους διαπραγματεύονται κυβερνήσεις. Αν λοιπόν η βοήθεια δε δοθεί για να πληρωθεί ο 14ος μισθός, αλλά δοθεί μόνο εφόσον κοπεί και ο 13ος έχει σημασία αν σιχτιρίζει ο Γαλλογερμανός φορολογούμενος; Σημασία έχει να πιεστούν οι διαπραγματευόμενοι και ν’ αλλάξουν οι όροι. Και το πρόβλημα είναι ότι οι διαπραγματευόμενοι είναι σχεδόν το ίδιο ανθέλληνες όταν μιλάμε για τους έλληνες εργαζόμενους και εξίσου φιλέλληνες κι ελληναράδες όταν μιλάμε για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί εργαζόμενοι είναι ανθέλληνες όταν ακούν πως πρέπει να πληρώσουν τη μειώση της κερδοφορίας των ελλήνων επιχειρηματιών. Προς ώρας δεν τους έχουν ζητήσει κάτι για τους έλληνες εργαζόμενους.

3:31 π.μ.

ABOUT SCHMIDT

Αναρτήθηκε από Γραφ(ε)ι(κ)οκράτης

Αγαπημένε μου Ndugu,

άλλο ένα ταξίδι έφτασε στο τέλος του. Θα μπορούσα να γυρίσω κι άλλο αφού κανείς δεν ήταν πίσω να με περιμένει. Η βενζίνη έφθανε και γι' άλλα χιλιόμετρα και η λίστα με τους πιθανούς προορισμούς που είχα φτιάξει είχε ακόμα πολλά αξιοθέατα που δεν έχω επισκεφτεί.
Έιναι όμως κάτι στιγμές που καταλαβαίνεις πως πρέπει να γυρίσεις πίσω. Είναι οι στιγμές εκείνες που δυσκολεύεσαι να διαβάσεις το χάρτη και που κάνεις στάσεις πολύ πιο συχνά απ' ότι στην αρχή. Είναι εκείνες οι στιγμές που τα μέρη που επισκέπτεσαι δεν έχουν να σου δώσουν αυτά που περίμενες. Είναι εκείνες οι στιγμές που μπαίνεις στ' αμάξι και μαρσάρεις για τον επόμενο σταθμό ελπίζοντας ότι θα σε αποζημιώσει για το χρόνο που τελικά νιώθεις να έχασες στον προηγούμενο. Είναι αυτές όλες οι στιγμές που σου δείχνουν ότι απο κεί που ταξίδευες έφτασες απλά να περιπλανιέσαι.
Όταν το φιλμ του μυαλου σου δεν έχει άλλες πόζες και θυμάσαι ότι κάπου στις αποσκευές σου υπάρχει μια ψηφιακή μηχανή, όταν αντί να κρέμεσαι από τη γλυκιά φωνή της ξεναγού αγοράζεις βιβλία για να ενημερωθείς κάποια στιγμή για την ιστορία του τόπου, όταν κοιτάς τα κτίρια για να πεισθείς πόσο άρτια είναι και δεν φαντάζεσαι τον εαυτό σου να ζει σ' αυτά τότε έχει τελειώσει η βενζίνη σου. Το λαμπάκι ειχε ανάψει νωρίτερα κι ας μην του έδωσες σημασία.
Ταξιδεύοντας στον κόσμο, ταξιδεύεις στον εαυτό σου. Το ταξίδι δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός. Είναι πάντα το μέσο. Στέκεσαι μπροστά σε ένα μνημείο και ανακαλύπτεις τη δύναμη που έχεις μέσα σου. Περπατάς σ' ένα όμορφο δάσος κι απολαμβάνεις την ομορφιά που κρύβει η σκέψη σου. Ανεβαίνεις σ' ένα βουνό κι ατενίζεις τη θέα των συναισθημάτων σου. Όταν το βουνό γίνει πέτρωμα, το μνημείο ιστορία και το δάσος δέντρα το ταξίδι στον κόσμο έχει γίνει αυτοσκοπός κι έχεις χάθει στο ταξίδι προς τον εαυτό σου.
Σ' αυτό το τελευταίο ταξίδι δεν πρόλαβα να πάω στην Αψίδα των Πρωτοπόρων. Προτίμησα να γυρίσω σπίτι μου και να σου γράψω. Σε όλη την επιστροφή δεν έκανα ούτε μία στάση. Κατάφερα τελικά ν' ανοίξω την πόρτα και να κάτσω στο γραφείο μου. Κατάφερα να γεμίσω το ποτήρι μου και να διαβάσω την επιγραφή της Αψίδας των Πρωτοπόρων πριν ξεκινήσω να σου γράφω. Η επιγραφή λέει:
The cowards never started.
The weak died on the way.
Only the strong arrived. They were the pioneers.

Ειλικρινά δικός σου,
Warren Schmidt